- νικάριον
- νικάριον, το (AM)μσν.1. μικρό απεικόνισμα τής θεάς Νίκης στη μία όψη ρωμαϊκού νομίσματοςαρχ.1. απεικόνιση μικρής νίκης2. η αντίθετη, από αυτήν που φέρει την παράσταση, όψη τού νομίσματος και γενικά η αντίθετη πλευρά τού νομίσματος3. είδος κολλυρίου, αλοιφής τών οφθαλμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. αφροδιτ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.